- λουτροδάικτος
- λουτροδάϊκτος , λουτροδάικτοςslain in the bathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτροδάικτος — λουτροδάϊκτος, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε στο λουτρό («λουτροδάϊκτος δ ὤλετ Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάικτος, πυργο δάικτος] … Dictionary of Greek
αυτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε 2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek